- ξεγράφω
- ξεγράφω, ξέγραψα βλ. πίν. 13
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεγράφω — (Μ ξεγράφω) απαλείφω κάποιον ή κάτι γραμμένο, διαγράφω («ξέγραψε τον λογαριασμό») νεοελλ. 1. παύω να υπολογίζω κάποιον ή κάτι (α. «εμένα ξέγραψε με πια από πελάτη σου» β. «τόν ξέγραψαν οι φίλοι του μετά το σκάνδαλο») 3. θεωρώ κάποιον ως πεθαμένο… … Dictionary of Greek
ξεγράφω — ξέγραψα, ξεγράφτηκα, ξεγραμμένος 1. διαγράφω κάτι γραμμένο, σβήνω: Ό,τι γράφει δεν ξεγράφει (παροιμ.). 2. δεν υπολογίζω, αγνοώ κάποιον: Τον ξέγραψα από φίλο. 3. μτφ., ξεχνώ, λησμονώ: Ξέγραψε τα όσα ήξερες. 4. θεωρώ κάποιον καταδικασμένο σε θάνατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου … Dictionary of Greek
εκγράφω — (AM ἐκγράφω) διαγράφω, ξεγράφω αρχ. αντιγράφω … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
απογράφω — αψα, άφ(τ)ηκα, αμμένος 1. κάνω απογραφή: Απογράφηκαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού. 2. τελειώνω το γράψιμο: Απόγραψε το παιδί όλα τα μαθήματά του. 3. ξεγράφω, σβήνω: Αυτόν απόγραψέ τον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)